δεξιόχειρας

δεξιόχειρας
ο, η
εκείνος που χρησιμοποιεί το δεξί του χέρι, κυρίως για να γράψει ή να κάνει κάτι χειρωνακτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεξιόχειρ — ο, η (αρσ. και ο δεξιόχειρας) αυτός που κυρίως χειρίζεται το δεξί χέρι σε κάθε του ενέργεια (φαγητό, παιχνίδι, εργασία). [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + χειρ «χέρι». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό σύγγραμμα Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό επίρρ. ά 1. ο αντίθετος του αριστερού από πλευρά θέσης: Ακρωτηριάστηκε στο δεξί του χέρι. 2. δεξιόχειρας. 3. ο οπαδός συντηρητικών πολιτικών αρχών και ιδεών: Οι δεξιοί κέρδισαν πολλές νομαρχίες της χώρας στις εκλογές. 4. το θηλ. ως ουσ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”